Dictionary of Greek. 2013.
μπογιάτισμα — και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω] 1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα 2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα … Dictionary of Greek